συνεργητέον
From LSJ
English (LSJ)
A one must assist, τῇ ἐκβολῇ Sor.2.48, cf. Archig. ap.Gal.12.676.
Greek (Liddell-Scott)
συνεργητέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ συνεργῶ, δεῖ συνεργεῖν, Σωραν. περὶ Γυναικ. παθῶν σ. 266Α.
Full diacritics: συνεργητέον | Medium diacritics: συνεργητέον | Low diacritics: συνεργητέον | Capitals: ΣΥΝΕΡΓΗΤΕΟΝ |
Transliteration A: synergētéon | Transliteration B: synergēteon | Transliteration C: synergiteon | Beta Code: sunerghte/on |
A one must assist, τῇ ἐκβολῇ Sor.2.48, cf. Archig. ap.Gal.12.676.
συνεργητέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ συνεργῶ, δεῖ συνεργεῖν, Σωραν. περὶ Γυναικ. παθῶν σ. 266Α.