στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
σῶν: Ἀττ. αἰτ. ἑνικ. ἀντὶ σῶον, Θουκ. 3. 34,
nom.-acc. neutre ou acc. sg. de σῶς;gén. pl. de σός.