Θεὸν ἐπιορκῶν μὴ δόκει λεληθέναι → Deum latere ne putes, quod peieras → Nie, glaub's nur, bleibt vor Gott ein Meineid unbemerkt
[Seite 355] ἡ, ion. ὀπήδησις, das Begleiten, Stob. ecl. eth. p. 350 aus Crito.
ὀπάδησις: Ἰων. ὀπήδησις, εως, ἡ, τὸ ἀκολουθεῖν, συνοδεύειν, ἕπεσθαι, δίωξις, Κρίτων ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 2. 350.
ὀπάδησις, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. οπήδησις.