συναίνησις
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
Greek (Liddell-Scott)
συναίνησις: ἢ -εσις, ἡ, τὸ συναινεῖν, συγκατάθεσις, Πλούτ. 2. 258Β.
Russian (Dvoretsky)
συναίνησις: ἡ v. l. = συναίνεσις.