γαστρίοικος
From LSJ
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
γαστρίοικος: -ον, ὁ ἐν τῇ γαστρὶ οἰκῶν, ἴδε Λεξ. Κουμ.
γαστρίοικος, -ον (Μ)
αυτός που κατοικεί στην κοιλιά, που έχει την έδρα του στην κοιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαστήρ (-στρός) + -οικος < οίκος].