τεκνοσφαγία

Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

German (Pape)

[Seite 1083] ἡ, Kindermord, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τεκνοσφᾰγία: ἡ, ἡ τῶν τέκνων σφαγή, τὰς ἀνοσίους τεκνοσφαγίας Κύριλλ. Ἀλ. Ι, 156C.

Greek Monolingual

ἡ, Α
το να σφάζει κανείς τα παιδιά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + -σφαγία (< -σφάγος < σφάζω), πρβλ. ὀνο-σφαγία].