τεκνοσφαγία
From LSJ
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
[Seite 1083] ἡ, Kindermord, Sp.
τεκνοσφᾰγία: ἡ, ἡ τῶν τέκνων σφαγή, τὰς ἀνοσίους τεκνοσφαγίας Κύριλλ. Ἀλ. Ι, 156C.
ἡ, Α
το να σφάζει κανείς τα παιδιά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + -σφαγία (< -σφάγος < σφάζω), πρβλ. ὀνοσφαγία].