τρισέγγονος

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek (Liddell-Scott)

τρισέγγονος: ὁ, ἔγγονος πέμπτου βαθμοῦ, Λατιν. trinepos, Θεόφιλ. Ἀντικένσ. 3. 6, 6· οὕτω τρισεγγόνη, ἡ, ὁ αὐτ. 3. 6, 6.

Greek Monolingual

-εγγονή, -ο / τρισέγγονος, -ον, ΝΜ, και τ. θηλ. τρισέγγονα και τ. ουδ. τρισεγγόνι, Ν
το παιδί του δισέγγονου σε σχέση με τον πατέρα του παππού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ-/τρι- + ἔγγονος.