μηδέτερος
English (LSJ)
or μηδ' ἕτερος, α, ον, Dor. μηδάτερος (q.v.),
A neither of the two, Th.4.118, Pl.R.470a, etc.; also divisim, οἱ μηδὲ μεθ' ἑτέρων Th.2.67, cf. 72; μηδὲ καθ' ἕτερα Id.7.59. Adv. μηδετέρως in neither way, Arist.Po.1460b35; μ. ἔχοντες being indifferent (neither friends nor foes), ib.1453b19.
German (Pape)
[Seite 170] keiner von beiden; Plat. Euthyd. 286 a; ἐὰν μηδέτερον ἰδεῖν δυνώμεθα, Soph. 250 e; auch oft im plur., τὸ μηδέτερα ὄν, Rep. IX, 583 e. – Μηδὲ ἕτερος ist nachdrücklicher, auch nicht Einer von beiden, Thuc. 2, 67. 72. Vgl. μηδέ.
Greek (Liddell-Scott)
μηδέτερος: ἢ μηδ’ ἕτερος, -α, -ον, μήτε ὁ εἷς, μήτε ὁ ἄλλος, Θουκ. 2. 72., 4. 218, Πλάτ. Πολ. 470Β, κτλ.· ― ὡσαύτως διῃρημένως, οἱ μηδὲ μεθ’ ἑτέρων Θουκ. 2. 67, πρβλ. 5. 48., 6. 44, κτλ.· μηδὲ καθ’ ἕτερα 7. 59. Ἐπίρρ. μηδετέρως, κατὰ μηδέτερον τρόπον, μήτε κατὰ τὸν ἕνα τρόπον μήτε κατὰ τὸν ἄλλον, Ἀριστ. Ποιητ. 14, 8. ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. 3, σ. 327.