σωφρονητικός

From LSJ
Revision as of 19:34, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

ἡ πολιτευομένη τῆς ἀρτάβης τιμήcustomary price of artaba

Source

German (Pape)

[Seite 1062] ή, όν, = σωφρονικός; τὸ σωφρ. im Ggstz von ὑβριστικόν, Xen. Mem. 3, 10, 5, = σωφροσύνη.

Greek (Liddell-Scott)

σωφρονητικός: -ή, -όν, ἴδε σωφρονικός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. σωφρονικός.
Étymologie: σωφρονέω.