πολυτερπής

Revision as of 19:30, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ές,

   A much-delighting, ὕμνοι AP9.504; Ἔρως Orph.Fr.168.9, 169.    II much-delighted, ἀκουαί Nonn.D.10.236.

German (Pape)

[Seite 674] ές, viel od. sehr ergötzend, ὕμνοι, Ep. (IX, 504).

Greek (Liddell-Scott)

πολῠτερπής: -ές, ὁ πολὺ τερπνός, λίαν εὐφρόσυνος, Ἀνθ. Π. 9. 504, Ὀρφ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 100C.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très agréable, charmant.
Étymologie: πολύς, τέρπω.