χελωνός

Revision as of 13:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

ὁ,

   A turtle, Hsch. (Lobeck for χελῶνος).

Greek (Liddell-Scott)

χελωνός: ὁ, ἡ θαλασσία χελώνη, «τὴν θαλασσίαν χελώνην οὕτω λέγουσί τινες» Ἡσύχ. (ὡς ὁ Λοβέκ. ἀντὶ χελῶνος).

Greek Monolingual

ὁ, Α
θαλάσσια χελώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χελώνη, με αλλαγή γένους κατά τα αρσ.].