ὁ,
A turtle, Hsch. (Lobeck for χελῶνος).
χελωνός: ὁ, ἡ θαλασσία χελώνη, «τὴν θαλασσίαν χελώνην οὕτω λέγουσί τινες» Ἡσύχ. (ὡς ὁ Λοβέκ. ἀντὶ χελῶνος).
ὁ, Αθαλάσσια χελώνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χελώνη, με αλλαγή γένους κατά τα αρσ.].