χελωνός

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χελωνός Medium diacritics: χελωνός Low diacritics: χελωνός Capitals: ΧΕΛΩΝΟΣ
Transliteration A: chelōnós Transliteration B: chelōnos Transliteration C: chelonos Beta Code: xelwno/s

English (LSJ)

ὁ, turtle, Hsch. (Lobeck for χελῶνος).

Greek (Liddell-Scott)

χελωνός: ὁ, ἡ θαλασσία χελώνη, «τὴν θαλασσίαν χελώνην οὕτω λέγουσί τινες» Ἡσύχ. (ὡς ὁ Λοβέκ. ἀντὶ χελῶνος).

Greek Monolingual

ὁ, Α
θαλάσσια χελώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χελώνη, με αλλαγή γένους κατά τα αρσ.].