μακροχρονιότης
From LSJ
μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works
English (LSJ)
ητος, ἡ, =
A longinquitas (sic), Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
μακροχρονιότης: -ητος, ἡ, μῆκος χρόνου ἢ διάρκεια ζωῆς, Γλωσσ.