πλεύσιμος
From LSJ
τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound
πλεύσιμος: -ον, πλόϊμος, Γενέσ. 119, 7.
-η, -ο / πλεύσιμος, -ον ΝΜ πλεύσις
ο πλωτός
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ πλεύσιμον
η πλεύση.