ἀποστύφω

Revision as of 19:46, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

[ῡ],

   A draw up, contract, of the effect of astringents, δριμέα . . ὥστε ἀποστύφειν arist.Pr.863a18, cf. Thphr.CP2.8.1; χείλεα ἀ. screw them up,AP7.536 (Alc.):—Pass., pf., οὖρα δ' ἀπέστυπται are stopped, Nic.Th.433.    2 of preparing tissues for dyes, mordant, PHolm.9.14.    3 ἀποστύφων· τῇ φωνῆ σκληρός, Hsch.

German (Pape)

[Seite 328] zusammenziehen, Theophr., bes. von herbem Geschmack, abstumpfen; vgl. Alc. Mess. 18 (VII, 536); οὖρα ἀπέστυπται, ist zurückgehalten, Nic. Th. 433.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστύφω: [ῡ], συστέλλω, συσπῶ, στύφω, ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τῶν δριμέων, «στυφῶν», δριμέα..., ὥστε ἀποστύφειν Ἀριστ. Πρβλ. 1. 33, πρβλ. Θεοφρ. Αἰτ. Φ.2.8,1· χείλεα ἀποστύφειν Ἀνθ. Π. 7. 536: ― πρκμ. παθ., οὖρα δ’ ἀπέστυπται, «ἔστυψαν», δὲν ῥέουσι πλέον, Νικ. Θ. 433: πρβλ. Schäf. ἐν Γρηγορ. Κορίνθου σ. 42, ὅστις συγκρίνει τὴν λέξιν πρὸς τὴν Γερμανικὴν abstumpfen.

French (Bailly abrégé)

1 resserrer, contracter;
2 émousser.
Étymologie: ἀπό, στύφω.