νεκροπέρνας
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who sells corpses, i. e. Achilles, Lyc.276.
German (Pape)
[Seite 237] ὁ, Todten-, Leichenoerkäuser, Lycophr. 276.
Greek (Liddell-Scott)
νεκροπέρνας: -ου, ὁ, πωλῶν τοὺς νεκρούς, Λυκόφρ. 276.
Greek Monolingual
νεκροπέρνας, ὁ (Α)
(για τον Αχιλλέα) αυτός που πουλά τα σώματα τών νεκρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + πέρνας (< πέρνημι «πουλώ»].