νεκροπέρνας
From LSJ
τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)
English (LSJ)
-ου, ὁ, one who sells corpses, i.e. Achilles, Lyc.276.
German (Pape)
[Seite 237] ὁ, Todten-, Leichenoerkäuser, Lycophr. 276.
Greek (Liddell-Scott)
νεκροπέρνας: -ου, ὁ, πωλῶν τοὺς νεκρούς, Λυκόφρ. 276.
Greek Monolingual
νεκροπέρνας, ὁ (Α)
(για τον Αχιλλέα) αυτός που πουλά τα σώματα τών νεκρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + πέρνας (< πέρνημι «πουλώ»].