καπνόομαι
From LSJ
τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk
English (LSJ)
Pass.,
A to be turned into smoke, burnt to ashes, Pi.P. 5.84, E.Supp.497, Tr.8.
Greek (Liddell-Scott)
καπνόομαι: μεταβάλλομαι εἰς καπνόν, κατακαίομαι, Πινδ. Π. 5. 111, Εὐρ. Ἱκέτ. 497, Τρῳ. 8.
Greek Monotonic
καπνόομαι: Παθ., μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι σε καπνό, κατακαίγομαι, σε Πίνδ., Ευρ.