μακρόπτερος

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρόπτερος Medium diacritics: μακρόπτερος Low diacritics: μακρόπτερος Capitals: ΜΑΚΡΟΠΤΕΡΟΣ
Transliteration A: makrópteros Transliteration B: makropteros Transliteration C: makropteros Beta Code: makro/pteros

English (LSJ)

ον,

   A long-winged, Arist.PA644a20.

Greek (Liddell-Scott)

μακρόπτερος: -ον, ὁ ἔχων μακρὰς πτέρυγας, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 4, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μακρόπτερος, -ον)
αυτός που έχει μακριές πτέρυγες ή μακριά πτερύγια.