ἐπίσωμος

Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

ον, (σῶμα)

   A bulky, fat, Hippiatr.9.

German (Pape)

[Seite 988] wohlbeleibt, dick, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσωμος: -ον, (σῶμα) σωματώδης, «γεμᾶτος», ἐν τῷ συγκρ., ἐπισωμότερον Διοσκ. 175 (176).

Greek Monolingual

ἐπίσωμος, -ον (AM)
νεοελλ.
(εντομ.) το αρσ. ως ουσ. γένος κολεόπτερων εντόμων
αρχ.
ογκώδης, σωματώδης, γεμάτος.