ἑόρτιος

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab

Menander, Monostichoi, 362

German (Pape)

[Seite 892] ον, = ἑορταῖος, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἑόρτιος: -ον, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἑορτήν, σεμνοπρεπής, Γρηγόρ. Ναζ. ΙΙ. 625Α, ΙΙΙ. 1023Α, Δαμασκ. ΙΙΙ. 645Β, κλ.

Greek Monolingual

ἑόρτιος, -ον (AM) εορτή
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε εορτή
2. σεμνός, μεγαλοπρεπής.