ἑόρτιος
From LSJ
Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann
German (Pape)
[Seite 892] ον, = ἑορταῖος, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἑόρτιος: -ον, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἑορτήν, σεμνοπρεπής, Γρηγόρ. Ναζ. ΙΙ. 625Α, ΙΙΙ. 1023Α, Δαμασκ. ΙΙΙ. 645Β, κλ.
Greek Monolingual
ἑόρτιος, -ον (AM) εορτή
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε εορτή
2. σεμνός, μεγαλοπρεπής.