Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
πετρόβλυστος: -ον, ὁ ἐκ πέτρας ἀναβλύζων, Cod. Par. CV.
-ον, Α
αυτός που αναβλύζει από την πέτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + βλύζω «αναπηδώ, αναβλύζω»].