ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
ἷγμαι: ἱγμένος, πρκμ. τοῦ ἱκνέομαι.
v. ἱκνέομαι.