ξενομανής

From LSJ
Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech

Source

Greek (Liddell-Scott)

ξενομανής: -ές, ὁ ξενομανῶν, μεταγεν.

Greek Monolingual

-ές (Α ξενομανής, -ές)
αυτός που θαυμάζει μέχρι μανίας τους ξένους και αποδέχεται ή μιμείται τις συνήθειες τους.
επίρρ...
ξενομανώς
με ξενομανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ιππο-μανής, χορο-μανής].