ξενομανία

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173

German (Pape)

[Seite 277] ἡ, rasende Vorliebe für alles Fremde (?).

Greek (Liddell-Scott)

ξενομανία: ἡ, τὸ ξενομανεῖν, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφάνου.

Greek Monolingual

η (Α ξενομανία) ξενομανής
η μέχρι μανίας μίμηση ξένων τρόπων ζωής, συμπεριφοράς ή έκφρασης.