οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
κῠνοπότᾰμος: ὁ, «ποταμόσκυλλος», Achmes Ὀνειροκρ. 158.
κυνοπόταμος, ὁ (Μ)ο κάστορας.[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + ποταμός.