Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κάστορας

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24

Greek Monolingual

ο και καστόρι και καστόρχι, το (AM κάστωρ)
ζωολ. μικρό θηλαστικό τρωκτικό ζώο της οικογένειας καστορίδες, γνωστό για το ωραίο και πολύτιμο δέρμα του και για την ικανότητά του να χτίζει φωλιές μέσα στο νερό τών ποταμών με κορμούς και κλάδους δέντρων
νεοελλ.
1. (ορυκτ.) το ορυκτό πεταλίτης
2. αστρον. ως κύριο όν. Κάστωρ
ονομασία ενός από τους λαμπρότερους αστέρες του αστερισμού τών Διδύμων
αρχ.
1. το αντισπασμωδικό φάρμακο καστόρι(ον) που παρασκευαζόταν από το έκκριμα τών γεννητικών αδένων του κάστορα
2. άλλη ονομασία του φυτού κρόκος
3. μυθ. ως κύριο όν. ο ένας από τους Διόσκουρους, γιους του Διός και της Λήδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα kad- «διαπρέπω, διακρίνομαι», οπότε θα είχε τη σημ. «αυτός που διαπρέπει», και συνδέεται με παρακμ. κέκασμαι, κεκαδμένος «διακρίνομαι» και καστιάνειρα και αρχ. ινδ, śāśadun «διαπρέπω». Η κατάληξη -τωρ εμφανίζεται συχνά σε ανθρωπωνύμια (πρβλ. Αμύντωρ). Τη λ. δανείστηκε η λατ. και από τη λατ. τή δανείστηκαν διάφορες ευρωπ. γλώσσες.
ΠΑΡ. καστορίδες, καστόριος, καστόρι(ον)
αρχ.
καστόρειος, καστορίζω
νεοελλ.
καστόρινος].