ἀνευπαράδεκτος
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
Greek (Liddell-Scott)
ἀνευπαράδεκτος: -ον, ὁ ἀπαράδεκτος, Κύρριλ. Ἀλεξ. Ἠσ. 58, σ. 814.
Spanish (DGE)
-ον inaceptable λιταί Cyr.Al.M.70.1281C.