λοχαγέω
English (LSJ)
Dor. (borrowed by Att.) for λοχηγέω,
A lead a λόχος or company (commonly of 100 men), X.An. 6.1.30, Mem.3.1.5, Is.9.14: c. gen., λόχου λοχηγέων Hdt.9.53, cf. 21. II consist of λοχαγοί, -γοῦν ζυγόν Ascl.Tact. 10.13, 11.1.
Greek (Liddell-Scott)
λοχᾱγέω: Δωρ. ἀντὶ τοῦ λοχηγέω (ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἀττ., ἴδε λοχαγός), ἡγοῦμαι λόχου, διοικῶ λόχον (συνήθως σῶμα ἐξ 100 ἀνδρῶν), Ξεν. Ἀν. 5. 9, 30, Ἀπομν. 3. 1, 5, Ἰσαῖ. 76.9· μετὰ γεν., λόχου λοχηγεῖν Ἡρόδ. 9. 53, πρβλ. 21.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
commander une compagnie.
Étymologie: λοχαγός.