λόχον

From LSJ

Ἔρως δίκαιος καρπὸν εὐθέως φέρει → Cupiditas, quae sit iusta, fructum fert statim → Gerechtes Streben bringt geradewegs Ertrag

Menander, Monostichoi, 140

Greek (Liddell-Scott)

λόχον: (= λάχον, ἔλαχον) Ἐπιγρ. ἔμμετρος Αἰολ. ἐν Αἰγύπτῳ ἐν CIG. 4730.