λοχαγός
English (LSJ)
ὁ (λόχος, ἄγω), Dor. for λοχηγός,
A leader of an armed band, S.Ant.141 (anap.), Theophil.3.
II esp. commander of a company (100 men), captain, X.An.3.1.32, Ascl.Tact.2.2, PPetr. 3p.8 (iii B.C.), etc.; cf. ταξίαρχος.
2 in the Spartan army, commander of a λόχος, Th.5.66, X.Lac.11.4, etc.; in the Persian army, captain of 24 men, Id.Cyr.6.3.21, etc.; = Lat. centurio, Plu.Cam.37; also, = curio, D.H.2.7.—The word, like κυναγός, was always used in the Dor. form by Attic authors.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
commandant d'une troupe armée en gén. ; particul. :
1 chez les Grecs commandant d'une compagnie de cent hommes;
2 à Sparte commandant d'un λόχος, quatrième partie d'une μόρα;
3 à Rome centurion;
4 chez les Perses commandant de 24 hommes.
Étymologie: λόχος, ἄγω.
German (Pape)
[ᾱ], ὁ, dor. und att. statt des ion. λοχηγός, Anführer eines λόχος, Rottenführer, Hauptmann, der als der Erste des Lochos ihn anführt, und wenn die Soldaten in einer langen Reihe hinter einander marschieren, vorangeht; Soph. Ant. 141; Eur.; Xen. An. und Cyr. oft; Arr. tact. p. 20, 33; als Offiziere werden in der Regel nur genannt στρατηγοὶ καὶ λοχαγοί, vgl. Krüger zu Xen. An. 3.1.37, 6.1.2 und Lac. 11.4. Der röm. centurio, Plut. Cam. 37. Auch = curio, Dion.Hal. 2.7. – Über die dor. Form in den Kriegsausdrücken, auch bei den Attikern, s. Lobeck zu Phryn. 430.
Russian (Dvoretsky)
λοχᾱγός: ὁ
1 лохаг, командир лоха Soph., Xen.;
2 Plut. = лат. centurio.
Greek (Liddell-Scott)
λοχᾱγός: -οῦ, ὁ (λόχος, ἡγέομαι = ἄγω) Δωρ. ἀντὶ λοχηγός), ὁ ἀρχηγὸς ἐνόπλου σώματος, Σοφ. Ἀντ. 141. ΙΙ. ἰδίως ὁ ἀρχηγός λόχου στρατιωτῶν (ἐξ 100 συνήθως ἀνδρῶν), Ξεν. Ἀν. 3. 1, 22, κτλ.· πρβλ. ταξίαρχος· - ἀλλ’ ἐν τῷ Σπαρτιατικῷ στρατῷ, ὁ διοικητὴς λόχου (ὧν τέσσαρες ἐν ἑκάστῃ μόρᾳ), ὁ αὐτὸς Λακ. 11., 14, κτλ. ἐν δὲ τῷ Περσικῷ στρατῷ, διοικητής 24 ἀνδρῶν, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 6. 3, 21, κτλ.· ὡσαύτως ἀντὶ τοῦ παρὰ Ῥωμαίοις centurio ἢ curio, ἴδ. ἐν λ. λόχος Ι. 6. - Ἡ λέξις αὕτη, ὡς τὸ κυναγός, ἦν ἀείποτε ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττ. κατὰ τὸν Δωρ. τύπον, καὶ ὁ Λοβέκ. ἐν Φρυν. 430 παρατηρεῖ ὅτι τοῦτο ἦτο κοινὸν ἐν πολεμικαῖς φράσεσι και θηρευτικαῖς, ὅπου ἡ Δωρικὴ φυλὴ ὑπερεῖχε.
Greek Monolingual
ο (AM λοχαγός, Μ και λογχαγός και λόγχαγος)
διοικητής λόχου στρατιωτών («οἱ δὲ ἄλλοι... ὅπου μὲν στρατηγὸς σῶος εἴη, τὸν στρατηγὸν παρεκάλουν..., ὅπου δ' αὖ λοχαγὸς σῶος εἴη, τὸν λοχαγόν», Ξεν.)
νεοελλ.
στρατ. ο αξιωματικός που φέρει τον ανώτερο από τους τρεις βαθμούς τών κατώτερων αξιωματικών, μεταξύ υπολοχαγού και ταγματάρχη, και ο οποίος, υπό κανονικές συνθήκες, διοικεί λόχο
αρχ.
1. αρχηγός ή διοικητής στρατιωτικού σώματος 100 ανδρών
2. (στον σπαρτιατικό στρατό) διοικητής ενός λόχου, ο οποίος ήταν το 1 / 4 ή το 1 / 5 της μοίρας
3. (στον περσικό στρατό) διοικητής στρατιωτικού τμήματος 24 ανδρών
4. (στον ρωμαϊκό στρατό) εκατόνταρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος + -ᾱγός(< ἄγω). Το -α- του τ. είναι μακρό λόγω της λειτουργίας του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει». Ο τ. λοχαγός με τη δωρική του μορφή (-ᾱ-) γενικεύθηκε ως στρατιωτικός όρος σε ολόκληρη την αρχ. ελλ., αντί του αναμενόμενου λοχηγός (αλλά στρατηγός, πλοηγός, θαλαμηγός κ.τ.ό.)].
Greek Monotonic
λοχᾱγός: -οῦ, ὁ (λόχος, ἡγέομαι=ἄγω)·
I. Δωρ. και Αττ. αντί λοχηγός, αρχηγός ένοπλου σώματος, σε Σοφ.
II. κυρίως, αρχηγός λόχου στρατιωτών (συνήθως 100 άνδρες), σε Ξεν.· αλλά, στον Σπαρτιατικό στρατό, διοικητής λόχου, στον ίδ.· στον περσικό στρατό, διοικητής, στον ίδ.
Middle Liddell
λοχ-ᾱγός, οῦ, λόχος, ἡγέομαι = ἄγω] [doric and Attic for λοχηγός,]
I. the leader of an armed band, Soph.
II. esp. the captain of a company (100 men), Xen.: —but, in the Spartan army, the commander of a λόχος, Xen.; in the Persian, of 24 men, Xen.
English (Woodhouse)
military, commander of a division, officer in an army
Mantoulidis Etymological
Απ' τό λόχος (τοῦ λέγω = κοιμίζω) + ἄγω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ἄγω.