ἀνεξάντλητος

Revision as of 12:13, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_4)

German (Pape)

[Seite 223] unerschöpflich, Io. Chrys.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεξάντλητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐξαντλήσῃ, «ἀτελείωτος», Ἰω. Χρυσ. - Ἐπίρρ. -τως Γεωργ. Παχυμ. Μιχ. Παλ. 1, σ. 20C.

Spanish (DGE)

-ον
inagotable φρεάτων τινῶν βάθος ... ὕδατος Procop.Gaz.M.87.1264D.