συγκληρία

Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

ἡ, in pl.,

   A connexions, παθημάτων Hp.Epid.6.7.1.

German (Pape)

[Seite 968] ἡ, das Zusammentreffen, die zufällige Verbindung durchs Loos, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

συγκληρία: ἡ, σχέσις, ὁμοιότης, παθημάτων Ἱππ. 1194D˙ ἴδε Foës Oecon.

Greek Monolingual

ἡ, Α σύγκληρος
σύναψη δύο ή περισσότερων πραγμάτων, σχέση, ομοιότητα («ὡς γέγραπται οὕτως αἱ συγκληρίαι τῶν παθημάτων ἦσαν», Ιπποκρ.).