Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζειν → explain Homer from Homer, explain Homer with Homer
[Seite 1289] losbrechen, losstürzen, δραμεῖν καθορμᾷ ὁ ἵππος Mich. Psell. ep. (App. 52).
καθορμάω: ὁρμάω, δραμεῖν καθορμᾷ ὁ ἵππος Ἀνθ. Π. παράρτ. 52.
καθορμάω: = ὁρμάω, σε Ανθ.