πάρωος
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
Greek (Liddell-Scott)
πάρωος: «εἶδός τι πυρ(ρ)οῦ χρώματος ἵππου» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. παρείας.
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
πάρωος: «εἶδός τι πυρ(ρ)οῦ χρώματος ἵππου» Ἡσύχ.
ὁ, Α
βλ. παρείας.