σύρβη
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
[Seite 1039] ἡ, ion. u. gemeine Form statt des attischen τύρβη, Lärm, Verwirrung, turba, VLL. – Auch = σύρμα.
σύρβη: ἴδε τύρβη. ΙΙ. = αὐλοθήκη, Ἡσύχ. ἐν λέξ. συρβηνεύς.
ἡ, Α
(ιων. και αττ. τ.) βλ. τύρβη.