ἀγωγεύς
English (LSJ)
έως, ὁ,
A haulier, Hdt.2.175. 2 escort, guide, Milet. 3.152.16 (Methymna, ii B. C.). 3 prosecutor (cf. ἄγω 1.4), Suid. II leading-rein, leash, S.Fr.974, Stratt.52, X.Eq. 6.5. III epith. of Zeus, guide, director, Anecd.Stud.1.265.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγωγεύς: έως, ὁ, ἕλκων ἢ σύρων, Ἡρόδ. 2, 175, 3. 2) ὁ κατήγορος (ἴδε ἄγω, Ι. 4.) Σουΐδ. ΙΙ = ῥυτήρ, λωρίον τοῦ χαλινοῦ, ἱμὰς αὑτοῦ, Σοφ. Ἀποσπ. 801, Στράττις ἐν «Χρυσίππῳ» 2, Ξεν. Ἱπ. 6. 5.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
conducteur, guide.
Étymologie: ἄγω.