δοξαστός
English (LSJ)
ή, όν,
A matter of opinion, conjectural, opp. νοητός, Pl.R.534a, Plu.2.1114c; opp. γνωστός, Pl.R.478b, etc.; opp. ἐπιστητός, Arist.APo. 88b30; opp. ὁρατός, δ. θεός Plu.2.756d; συλλαβὰς . . ἀληθεῖ δόξῃ δοξαστάς Pl.Tht.202b; τροφὴ δοξαστή food of opinion, Id.Phdr.248b. Adv. -τῶς S.E.M.2.53. II glorified, LXX De.26.19; held in honour, prob. in Hp.Decent.18.
German (Pape)
[Seite 657] vorstellbar, Plat. Rep. V, 578 b u. A. – berühmt, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
δοξαστός: -ή, -όν, ἀντικείμενον δοξασίας, εἰκασίας, κατ’ εἰκασίαν γινωσκόμενος, ἀντίθ. νοητός, Παρμεν. παρὰ Πλουτ. 2. 1114C, Πλάτ. Πολ. 534Α· ἀντίθ. γνωστός, αὐτόθι 478Β, κτλ.· τροφὴ δοξαστή, συνισταμένη εἰς ἰδέας, ὁ αὐτ. Φαίδρ. 248Β· πρβλ. δόξα Ι. 2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
sur qui ou sur quoi l’on se fait une opinion.
Étymologie: δοξάζω.