ον,
A blood-stained, βέλη AP5.179 (Mel.); φόνος Phleg.Mir.3.
αἱμᾰτόφυρτος: -ον, κεκηλιδωμένος αἵματι, βέλη, Ἀνθ. Π. 5. 180.
ου (ὁ) :souillé de sang.Étymologie: αἷμα, φύρω.