αἱμόφυρτος
English (LSJ)
ον,
A = αἱματόφυρτος, Plb.15.14.2, Posidon.8.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμόφυρτος: -ον, = αἱματόφυρτος, Πολύβ. 15. 14, 2.
Spanish (DGE)
-ον
1 ensangrentado νεκρός Plb.15.14.2, cf. Posidon.57, χεῖρες D.H.4.83, γῆ ἡ αἱ. Rom.Mel.57.θʹ.4, μέλη Chr.Pat.1471.
2 sangriento, encarnizado μάχαι Lyc.1411, cf. Nicom.Trag.15.