δαιμονομανία

Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

δαιμονομανία: ἡ, μανιώδης λατρεία πρὸς τοὺς δαίμονας, μτγν.

Greek Monolingual

η (Μ δαιμονομανία)
νεοελλ.
η παθολογική κατάσταση του δαιμονομανούς
μσν.
η μανιώδης λατρεία τών δαιμόνων.