ἐνδοθίδιος
English (LSJ)
α, ον,
A belonging to the house, Leg.Gort.2.11.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδοθίδιος: -α, -ον, (ἐκ τοῦ ἔνδοθεν κατὰ Κομπαρέττην), ἀνήκων τῇ οἰκίᾳ, οἰκιακός, τὰν ἐνδοθιδίαν δώλαν Ἐπιγρ. Κρήτης Νομοθ. Γόρτ. ΙΙ11.
Spanish (DGE)
-α, -ον
que vive en la casa, que pertenece a la casa, doméstico δόλα ICr.4.72.2.11 (Gortina V a.C.).