εἰσήκω

Revision as of 19:44, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

   A to have come in, v.l.in Ar.V.606; of revenues, BCH6.18 (Delos, ii B.C.) : fut., to be about to come in, ἔοικεν.. ἐσήξειν (nisi leg. ἐσᾴξειν) A.Ag.1181; εἰς τὴν οἰκίαν ἐσήξειν (nisi leg. -ᾴξειν) D.C. 37.32.

German (Pape)

[Seite 743] hineinkommen; Ar. Vesp. 606; hinkommen, hingelangen; ἡλίου πρὸς ἀντολάς Aesch. Ag. 1154; εἰς οἰκίαν D. C. 37, 32; sich hineinerstrecken, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσήκω: εἰσέρχομαι ἢ εἰσελήλυθα, κᾆτ’ εἰσήκονθ’ ἅμα πάντες ἀσπαζόμεθα, εἰσεληλυθότα, Ἀριστ. Σφ. 606: - κατὰ μέλλ., μέλλω νὰ εἰσέλθω, ἔοικεν... ἐσήξειν (ἐσᾴξειν Bothe) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1181· εἰς, τὴν οἰκίαν Δίων Κ. 37. 32.

French (Bailly abrégé)

anc. att. ἐσήκω;
au fut. être sur le point d’arriver.
Étymologie: εἰς, ἥκω.