εἰσήκω
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
English (LSJ)
to have come in, v.l.in Ar.V.606; of revenues, BCH6.18 (Delos, ii B.C.): fut., to be about to come in, ἔοικεν.. ἐσήξειν (nisi leg. ἐσᾴξειν) A.Ag.1181; εἰς τὴν οἰκίαν ἐσήξειν (nisi leg. -ᾴξειν) D.C. 37.32.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐσ- A.A.1181 (cód.)
1 entrar, hacer la entrada ἥκω, εἰσήκω he llegado (a File), he entrado (en el templo) IPh.319 (imper.), cf. A.l.c., Ar.V.606 (cód.), D.C.37.32.4 (var.), εἰσήκοντας κόλπους D.Chr.6.3 (cód.).
2 econ. entrar, ingresar dicho de bienes, c. gen. de cosa o παρά c. gen. de pers. τάδε τῶν οἰκιῶν τῶν ἱερῶν ἐνοίκια εἰσήκει· τῆς οἰκίας ... IG 11(2).158A.15, cf. 161A.16 (ambas Delos III a.C.), τόδε ἄλλο ἀ[ρ] γύριον εἰσήκει· παρὰ Ἀριστοβούλου ... otros ingresos en metálico: de Aristóbulo ..., IG 11(2).161D.2 (Delos III a.C.), παρὰ τῶν μεμισθωμένων ID 290.21, cf. 28 (III a.C.).
German (Pape)
[Seite 743] hineinkommen; Ar. Vesp. 606; hinkommen, hingelangen; ἡλίου πρὸς ἀντολάς Aesch. Ag. 1154; εἰς οἰκίαν D. C. 37, 32; sich hineinerstrecken, Sp.
French (Bailly abrégé)
anc. att. ἐσήκω;
au fut. être sur le point d'arriver.
Étymologie: εἰς, ἥκω.
Russian (Dvoretsky)
εἰσήκω: староатт. ἐσήκω
1 входить (Arph. - v.l. ἥκω);
2 доходить, достигать (ἡλίου πρὸς ἀντολάς ἐσήξειν - v.l. ἐσᾴξειν Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰσήκω: εἰσέρχομαι ἢ εἰσελήλυθα, κᾆτ’ εἰσήκονθ’ ἅμα πάντες ἀσπαζόμεθα, εἰσεληλυθότα, Ἀριστ. Σφ. 606: - κατὰ μέλλ., μέλλω νὰ εἰσέλθω, ἔοικεν... ἐσήξειν (ἐσᾴξειν Bothe) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1181· εἰς, τὴν οἰκίαν Δίων Κ. 37. 32.
Greek Monolingual
εἰσήκω (Α)
εισέρχομαι, έχω εισέλθει.
Greek Monotonic
εἰσήκω: μέλ. -ξω, έχω μπει μέσα, σε Αριστοφ.· σε μέλ., είμαι έτοιμος, είμαι κοντά στο να μπω μέσα, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
fut. ξω
to have come in, Ar.:—in fut. to be about to come in, Aesch.