ἀντικηδεύω

Revision as of 19:42, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

   A mind, tend instead of another, τινός E.Ion734:—also ἀντικήδομαι, Poll.5.142.

German (Pape)

[Seite 253] dagegen besorgen, pflegen, Eur. Ion. 738 πατρός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικηδεύω: κηδεύω, περιποιοῦμαι, πρὸς ἀνταπόδοσιν κηδεύματος, περιποιήσεως, ὥσπερ καὶ σὺ πατέρ’ ἐμόν ποτε, ... ἀντικηδεύω Εὐρ. Ἴων 734: - ὡσαύτως ἀντικήδομαι, Πολυδ. Ε΄, 142.

French (Bailly abrégé)

honorer à l’égal de, gén..
Étymologie: ἀντί, κηδεύω.