παραμαρμαίρω

Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

   A gleam beside, Onos.29.2.

German (Pape)

[Seite 489] dagegen, daneben schimmern, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραμαρμαίρω: λάμπω, ἀκτινοβολῶ πλησίον, Ὀνησάνδρ. Στρατηγ. 29.

Greek Monolingual

Α
λάμπω, ακτινοβολώ πλάι σε κάτι άλλο («πρὸς ἄλληλα παραμαρμαίροντα πρὸς ἀνταύγειαν ἡλιου», Ονήσανδρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + μαρμαίρω «λάμπω, αστράπτω»].