ακτινοβολώ

From LSJ

Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen

Menander, Monostichoi, 69

Greek Monolingual

(-έω) (Α ἀκτινοβολῶ)
εκπέμπω ακτίνες, λάμπω, φωτίζω
νεοελλ.
λάμπω από ευτυχία και χαρά
αρχ.
δέχομαι τις ακτίνες του ήλιου, φωτίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκτινοβόλος.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακτινοβόλημα, ακτινοβόληση].