ακτινοβολώ
From LSJ
Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen
Greek Monolingual
(-έω) (Α ἀκτινοβολῶ)
εκπέμπω ακτίνες, λάμπω, φωτίζω
νεοελλ.
λάμπω από ευτυχία και χαρά
αρχ.
δέχομαι τις ακτίνες του ήλιου, φωτίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκτινοβόλος.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακτινοβόλημα, ακτινοβόληση].