συνεγείρω
English (LSJ)
A help in raising, κτῆνος Ps.-Phoc.140; raise also, νεκρούς Ep.Eph.2.6; help in stirring up, θρήνους Plu.2.117c:—Pass., rise together, LXX Is. 14.9, Ep.Col.2.12, etc.; of an invalid, revive, Aristid. Or.48(24).43.
German (Pape)
[Seite 1009] (s. ἐγείρω), mit od. zugleich erwecken; Phocyl. 132; λύπας καὶ θρήνους, Plut. consol. ad Apoll. p. 357.
Greek (Liddell-Scott)
συνεγείρω: ὁμοῦ ἐγείρω, βοηθῶ εἰς ἀνέγερσιν, κτῆνος Ψευδο-Φωκυλ. 132· νεκροὺς Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. β΄, 6· ― ἀφυπνίζω ὁμοῦ, θρήνους Πλούτ. 2. 117C. ― Παθητ., ἐγείρομαι ὁμοῦ, Ἐπιστ. πρ. Κολ. β΄, 12, κτλ.